Λογοθεραπεία
Η λογοθεραπεια είναι η επιστήμη των Διαταραχών Λόγου, Φωνής, Ομιλίας, Ακοής, Επικοινωνίας έχει σαν στόχο της, την ερευνά, την πρόληψη, την διάγνωση και την αποκατάσταση των διαταραχών Λόγου, Φωνής, Ακοής, Ομιλίας και Επικοινωνίας, σε παιδιά, εφήβους και ενήλικες όποια και αν είναι η αιτία της διαταραχής νευρολογική, εξελικτική ή λειτουργική.
Λογοπεδικός είναι ο επιστήμονας που έχει την ευθύνη της πρόληψης, της αξιολόγησης, της θεραπείας και της επιστημονικής μελέτης της ανθρώπινης επικοινωνίας και των διαταραχών που συνδέονται με αυτές.
Η ανθρώπινη επικοινωνία εμπεριέχει όλες τις λειτουργίες της που έχουν σχέση με την κατανόηση και έκφραση του προφορικού και γραπτού λόγου καθώς επίσης και με όλες τις κατάλληλες μη λεκτικές μορφές επικοινωνίας.
Οι διαταραχές που εμπίπτουν στο πεδίο δράσης του Λογοπεδικού είναι οι εξής :
- Αναπτυξιακές διαταραχές ομιλίας
- Αρθρωτικές διαταραχές
- Φωνολογικές διαταραχές
- Δυσαρθρία
- Διαταραχές στη ροή της ομιλίας (τραυλισμός, ταχυλαλία)
- Αναπτυξιακές γλωσσικές διαταραχές
- Ειδική Γλωσσική Διαταραχή
- Γλωσσικές δυσκολίες που οφείλονται σε νοητική υστέρηση
- Βαρηκοΐα – κώφωση
- Διαταραχές χρήσης της γλώσσας- Πραγματολογικές Διαταραχές (Αυτισμός, Σύνδρομο Asperger, Σημασιολογική – Πραγματολογική διαταραχή)
- Μαθησιακές δυσκολίες
- Διαταραχές στη σίτιση και κατάποση (δυσφαγία)
- Διαταραχές φωνής
- Νευρογενείς διαταραχές και σύνδρομα
- Εγκεφαλικά επεισόδια – αφασίες
- Κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις
Ο λογοπεδικός ενημερώνει, αξιολογεί και ενισχύει τις δεξιότητες, ενώ παράλληλα προσπαθεί να αποτρέψει την επιδείνωση των δυσλειτουργιών που επιφέρουν οι νευρολογικές αυτές παθήσεις που εκδηλώνονται. Συνεργάζεται με το ιατρικό προσωπικό, τον ψυχολόγο, τον φυσιοθεραπευτή, τον εργοθεραπευτή, τον ειδικό παιδαγωγό, τον νηπιαγωγό, τον εκπαιδευτικό, τον κοινωνικό λειτουργό για την συλλογή διαγνωστικών πληροφοριών και για τον σχεδιασμό εκπαιδευτικού προγράμματος. Η πιο όμως ουσιαστική συνεργασία είναι αυτή με τον γονιό μια και ο γονιός είναι και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως συνθεραπευτής.
Μαθησιακές Δυσκολίες
Η ειδική διαπαιδαγώγηση έχει σκοπό την αξιολόγηση, την πρόληψη, και αντιμετώπιση μαθησιακών διαταραχών. Οι μαθησιακές διαταραχές μπορεί να είναι ειδικές ή να εμφανίζονται στα πλαίσια Διαταραχών της Επικοινωνίας και του Λόγου, Νοητικής Υστέρησης ή Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής- Υπερκινητικότητας.
Ο όρος «μαθησιακές δυσκολίες» χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα σύνολο διαταραχών που μειώνουν την ικανότητα ενός ατόμου να επικοινωνήσει ή να μάθει. Πρόκειται για ένα πολυσυλλεκτικό όρο που μπορεί να αναφέρεται σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, όπως: δυσκολίες αντίληψης, εγκεφαλικές δυσλειτουργίες, αυτισμό, δυσλεξία, αναπτυξιακή αφασία κ.α.
Η πρώτη φορά που ο όρος μαθησιακή δυσκολία εμφανίζεται στη βιβλιογραφία της ειδικής αγωγής είναι το 1963, από τον Samuel Kirk (Hammill, 1990). O Kirk χρησιμοποίησε αυτό τον όρο για να αναφερθεί στην περίπτωση ενός παιδιού και την αναντιστοιχία ανάμεσα στις εμφανείς ικανότητες του να μάθει και την τελική του απόδοση. Από τότε έχει παραχθεί ένα μεγάλο σύνολο ορισμών ανάλογα με την κυρίαρχη αντίληψη κάθε εποχής σχετικά με τη φύση των μαθησιακών δυσκολιών. Πρόκειται για μια διαδικασία που δεν έχει περατωθεί ακόμη: Η επιστημονική κοινότητα βρίσκεται σε μια διαρκή προσπάθεια για βελτίωση του ορισμού.
Σύμφωνα πάντως με έναν ευρέως αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα ορισμό, “οι μαθησιακές δυσκολίες είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε μια ανομοιογενή ομάδα διαταραχών οι οποίες εκδηλώνονται με σημαντικές δυσκολίες στην πρόσκτηση και χρήση ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής, συλλογισμού ή μαθηματικών ικανοτήτων. Οι διαταραχές αυτές είναι εγγενείς στο άτομο και αποδίδονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και μπορεί να υπάρχουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Προβλήματα σε συμπεριφορές αυτοελέγχου, κοινωνικής αντίληψης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης μπορεί να συνυπάρχουν με τις μαθησιακές δυσκολίες, αλλά δεν συνιστούν από μόνα τους μαθησιακές δυσκολίες. Αν και οι μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να εμφανίζονται μαζί με άλλες καταστάσεις μειονεξίας (πχ. αισθητηριακή βλάβη, νοητική καθυστέρηση, σοβαρή συναισθηματική διαταραχή) ή με εξωτερικές επιδράσεις, όπως οι πολιτισμικές διαφορές, η ανεπαρκής ή ακατάλληλη διδασκαλία, δεν είναι το άμεσο αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων ή επιδράσεων”(Hammill, 1990).
Κατηγορίες μαθησιακών δυσκολιών
Το εύρος των μαθησιακών δυσκολιών είναι πολυποίκιλο. Μια απλή κατηγοριοποίηση των διάφορων τύπων μαθησιακών δυσκολιών καταλήγει σε τρεις βασικές κατηγορίες. Πιο συγκεκριμένα, οι μαθησιακές δυσκολίες χωρίζονται σε:
- Δυσκολίες λόγου και ομιλίας. Πρόκειται για δυσκολίες στην παραγωγή και κατανόηση του προφορικού λόγου. Τέτοιες μπορεί να αφορούν την παραγωγή ήχων (άρθρωση), τη μετατροπή ιδεών σε λόγο (έκφραση) ή την κατανόηση των λεγομένων του συνομιλητή.
- Δυσκολίες γραπτού λόγου. Οι δυσκολίες αυτές μπορεί να αφορούν προβλήματα στην αποκωδικοποίηση του γραπτού λόγου, προβλήματα ορθογραφίας και γενικότερα προβλήματα στην παραγωγή γραπτού λόγου. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και η περισσότερο γνωστή περίπτωση της δυσλεξίας (συχνά αναφέρεται και ως ειδική μαθησιακή δυσκολία).
- Δυσκολίες μαθηματικού λόγου. Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν δυσκολίες που στην αναγνώριση αριθμών και μαθηματικών συμβόλων, στην απομνημόνευση της προπαίδειας, στην κατανόηση αφηρημένων μαθηματικών εννοιών και στην επίλυση μαθηματικών προβλημάτων. Όπως και στην περίπτωση της προηγούμενης κατηγορίας (δυσκολίες γραπτού λόγου), πρόκειται για μορφές μαθησιακής δυσκολίας που, για προφανείς μάλλον λόγους, τις περισσότερες φορές ανιχνεύονται μετά την ένταξη του ατόμου στην εκπαιδευτική διαδικασία.
- Άλλες δυσκολίες. Σε αυτή τη κατηγορία εντάσσονται δυσκολίες οι οποίες επηρεάζουν σαφώς τη διαδικασία της μάθησης και μπορούν να ενταχθούν κάτω από τον όρο “μαθησιακές δυσκολίες”, χωρίς να εμπίπτουν σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες. Τέτοιες είναι οι οπτικο-κινητικές διαταραχές.
Ο όρος Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες αναφέρεται σε μια ξεχωριστή κατάσταση δυσκολιών που αφορούν την μάθηση και πιο συγκεκριμένα την επεξεργασία του γραπτού λόγου.
Εκφράζονται με την έντονη και επίμονη δυσκολία του μαθητή να αποκτήσει την ικανότητα ανάγνωσης ορθογραφημένης γραφής και την μαθηματική ικανότητα, σε βαθμό ανάλογο με την χρονολογική του ηλικία, τη νοημοσύνη και την εκπαίδευση που έχει λάβει.
Ο όρος δυσλεξία χρησιμοποιείται ευρέως, αναφέρεται στις διαταραχές ανάγνωσης και γραπτής έκφρασης, που στις περισσότερες περιπτώσεις συνυπάρχουν. Με άλλα λόγια δυσλεκτικό θεωρείται το άτομο που έχει ειδική μαθησιακή δυσκολία ανάγνωσης και γραπτής έκφρασης. Η δυσλεξία δεν είναι διαταραχή της εκφοράς του λόγου. Η ομιλία και η άρθρωση των δυσλεκτικών ατόμων είναι φυσιολογικές, εκτός αν συμβαίνει συμπτωματικά να υπάρχει και κάποια άλλη διαταραχή με την δυσλεξία.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, να επισημανθούν τα συμπτώματα των Ειδικών Μαθησιακών Δυσκολιών (Ε.Μ.Δ.), όπως είναι η διαταραχή στην ανάγνωση και στην γραφή. Η επίδοση στην ανάγνωση είναι σημαντικά κάτω από το αναμενόμενο, δεδομένου της χρονολογικής ηλικίας του ατόμου, της μετρηθείσας νοημοσύνης και της εκπαίδευσής του. Η αργή ανάγνωση, με δισταγμό, χωρίς ροή, ο συλλαβισμός, η παράληψη, η πρόσθεση, η αφαίρεση, η αντικατάσταση συλλαβών-γραμμάτων-λέξεων κατά την ανάγνωση, καθώς και η ελλιπής κατανόηση του κειμένου, είναι τα βασικότερα συμπτώματα. Όσο για τη διαταραχή στη γραφή,η παράληψη, η πρόσθεση, η αντικατάσταση συλλαβών-γραμμάτων-λέξεων, καθώς και τα πολλά ορθογραφικά λάθη, ακόμα και σε λέξεις που έχουν συστηματικά διδαχθεί, η κακογραφία, οι μουτζούρες, η απουσία σημείων στίξης, η κατάργηση των διαστημάτων, φανερώνουν το υπαρκτό πρόβλημα.
Επίσης, η μαθηματική ανικανότητα, η δυσαριθμησία, είναι ένα από τα συμπτώματα των Ε.Μ.Δ. και εντοπίζεται με την δυσκολία στην αναγνώριση των μαθηματικών συμβόλων(+,-,Χ,/,=,) την αντιγραφή αριθμών, πράξεων, τη χρήση ΄΄κρατούμενων΄΄ και δυσκολία στην εκμάθηση του πολλαπλασιασμού.
Πέρα από τα ειδικά συμπτώματα των ΕΜΔ υπάρχουν και ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά που μπορεί να έχουν τα άτομα με ΕΜΔ. Αυτά είναι: η δυσκολία στον προσανατολισμό , στην αίσθηση του χορού και του χρόνου, η αντίληψη της διαδοχής και της αλληλουχίας, η έντονη δυσκολία στην οργάνωση της μελέτης , της εργασίας και του χρόνου τους, η μη τήρηση του προγράμματος και η έλλειψη ενδιαφέροντος για τα βιβλία και για οπουδήποτε χρησιμοποιείται ο γραπτός λόγος.
Παρόλη την αδυναμία που δείχνουν τα άτομα με Ε.Μ.Δ. στην έκφραση , έχουν πλούσιο συναισθηματικό κόσμο, καλή κριτική ικανότητα, προβληματίζονται για τα κοινωνικά θέματα , έχουν διαμορφωμένες θέσεις και απόψεις, όμως συχνά μοιάζει να μην βρίσκουν τις λέξεις για να εκφραστούν.
Με άλλα λόγια , οι Ε.Μ.Δ. δεν «θεραπεύονται». Αυτό όμως που θεραπεύεται είναι τα συμπτώματά τους. Με ειδικές μεθόδους διδασκαλίας , με ειδικές ασκήσεις και με κατάλληλη οργάνωση της μελέτης, τα άτομα με Ε.Μ.Δ. μαθαίνουν τρόπους να παρακάμπτουν τις δυσκολίες τους και βελτιώνονται σ’ αυτά που υστερούν.
Συνεπώς, αν το παιδί σας δυσκολεύεται ιδιαίτερα να διαβάσει, παρ’ ότι τα παιδιά της ηλικίας του έχουν κατακτήσει αυτή την δεξιότητα, αν κάνει πολλά ορθογραφικά λάθη, ακόμα και σε λέξεις πολύ κοινές, αν δυσκολεύεται να γράψει κάποια κείμενο, τότε ωφέλιμο θα ήταν να εξετάσετε κατά πόσο έχει κάποια Ε.Μ.Δ.
Απευθυνθείτε, λοιπόν, σε κάποιο Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο, Παιδοψυχιατρικό Τμήμα, Αναπτυξιολογικό Τμήμα ή Κέντρο Ψυχικής Υγείας και ζητήστε να γίνει διαγνωστική εκτίμηση. Οι ειδικοί θα κάνουν την διάγνωση και εφόσον το παιδί έχει Ε.Μ.Δ., κατόπιν θα προτείνουν το κατάλληλο πρόγραμμα αποκατάστασης.
Συμβουλευτική
Χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση ή τη λύση συγκεκριμένων προβλημάτων: λήψη αποφάσεων, εκπλήρωση στόχων, αντιμετώπιση κρίσεων, βελτίωση διαπροσωπικών σχέσεων, επίλυση συγκρούσεων, και ανάπτυξη αυτογνωσίας βασισμένης σε μια σχέση αποδοχής, μη πίεσης, σεβασμού και εμπιστοσύνης. Στόχος της συμβουλευτικής είναι να δώσει στα άτομα ευκαιρίες να επεξεργαστούν θέματα που τα απασχολούν, με σκοπό να ζήσουν μια πιο ικανοποιητική ζωή.
Ψυχοσύνθεση – Συμβουλευτική Η συμβουλευτική βοηθάει τα παιδιά και τους εφήβους να αναπτύξουν τις απαραίτητες ψυχολογικές δεξιότητες (όπως αυτοπεποίθηση, λύση προβλημάτων, καθορισμός στόχων, έλεγχος άγχους κ.α.) και κοινωνικές δεξιότητες (όπως αποτελεσματικοί τρόποι επικοινωνίας, επίλυση διαφωνιών, αναγνώριση επικίνδυνων καταστάσεων και ανταπόκριση, διαχείριση διαπροσωπικών σχέσεων, αναγνώριση και έκφραση συναισθημάτων, δημιουργία και διατήρηση στενών σχέσεων, συνεργασία σε ομάδα, ακολουθία κανόνων κ.α.), οι οποίες θα διευκολύνουν τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης και της μάθησης.
Έτσι, αποκτούν εφόδια για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες, πριν αυτές εδραιωθούν και τους δημιουργήσουν προβλήματα στην καθημερινότητά τους.